- παραμυθηταί
- παραμυθητήςconsolermasc nom/voc plπαραμυθητόςconsolablefem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραμυθῆται — παραμυθέομαι encourage pres subj mp 3rd sg παραμυθέομαι encourage pres ind mp 3rd sg (doric aeolic) παραμῡθῆται , παραμυθέομαι encourage pres subj mp 3rd sg παραμῡθῆται , παραμυθέομαι encourage pres ind mp 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακλήτωρ — ορος, ὁ, θηλ. παρακλήτρια, ΜΑ μσν. παράκλητος· αρχ. 1. αυτός που διεγείρει, που ενθαρρύνει κάποιον με τα λόγια του 2. αυτός που ικετεύει, που παρακαλεί 3. παρήγορος 4. (για τον Δία) ο ικέσιος 5. στον πληθ. οι παρακλήτορες α) (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek